λαθρόχειρ

λαθρόχειρ
ο, η
επιτήδειος κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + χείρ (πρβλ. αυτό-χειρ, εκατόγ-χειρ). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamoteur, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • λαθροχειρία — η υπεξαίρεση, κλοπή, λαθραία αφαίρεση ξένου πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόχειρ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamotage, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λαθροχειρίζω — και λαθροχειρώ κλέβω επιτήδεια, υπεξαιρώ, αφαιρώ κάτι από κάποιον χωρίς να γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόχειρ. Ο τ. λαθροχειρώ μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”